ἀνεστραμμένου

ἀνεστραμμένου
ἀναστρέφω
turn upside down
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοιλέμβολος — ο (Α κοιλέμβολος, ον) νεοελλ. αρχ. το ουδ. ως ουσ. το κοιλέμβολο η παράταξη πολεμικών σκαφών σε σχήμα ανεστραμμένου εμβόλου αρχ. αυτός που έχει σχήμα ανεστραμένου εμβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. κυαν έμβολος, χρυσ… …   Dictionary of Greek

  • τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”